αναδανεισμός

αναδανεισμός
ο возобновление займа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναδανεισμός" в других словарях:

  • αναδανεισμός — ο [αναδανείζω] 1. ανανέωση δανείο 2. επαύξηση δανείου με την προσθήκη τών οφειλόμενων τόκων …   Dictionary of Greek

  • αναδανείζω — δανείζω εκ νέου, ανανεώνω παλαιότερο δάνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δανείζω. ΠΑΡ. αναδανεισμός. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο και ιστορικό Γεώργιο Κωνσταντινίδη τον Μακεδόνα το 1889] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»